- ἐμφλέγω
- ἐμφλέγω,A kindle in,
ἐν φρεσὶ πυρσόν APl.4.198
(Maec.):—[voice] Pass., to be inflamed, Nic.Th.338.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐν φρεσὶ πυρσόν APl.4.198
(Maec.):—[voice] Pass., to be inflamed, Nic.Th.338.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφλέγω — ἐμφλέγω (Α) 1. ανάβω μέσα σε κάτι, φωτίζω («ἐν δ ἔσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας φάος» το φως τής ωραίας σελήνης κατέλαμψε την εσπέρα, Πίνδ.) 2. μέσ. φλέγομαι, καίγομαι μέσα … Dictionary of Greek
ἐνιφλέξαις — ἐμφλέγω kindle in aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ἐμφλέγω kindle in aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλεχθείς — ἐμφλέγω kindle in aor part pass masc nom/voc sg ἐμπλέκω plait aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλεχθήσεσθε — ἐμφλέγω kindle in fut ind pass 2nd pl ἐμπλέκω plait fut ind pass 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφλέγεται — ἐμφλέγω kindle in pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέφλεγες — ἐμφλέγω kindle in imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέφλεξε — ἐμφλέγω kindle in aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλεχθήσεσθ' — ἐμπλεχθήσεσθε , ἐμφλέγω kindle in fut ind pass 2nd pl ἐμπλεχθήσεσθαι , ἐμφλέγω kindle in fut inf pass ἐμπλεχθήσεσθε , ἐμπλέκω plait fut ind pass 2nd pl ἐμπλεχθήσεσθαι , ἐμπλέκω plait fut inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek